- Σαμαρειτῶν
- Σαμαρείτηςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Αγγαίος — (β’ μισό 6ου αι. π.Χ.).Βιβλικό πρόσωπο.Προφήτης των Εβραίων, o δέκατος στην κανονική σειρά των ελασσόνων προφητών και πρώτος από αυτούς που προφήτεψαν μετά την αιχμαλωσία (μεταιχμαλωσιακούς). Φαίνεται ότι γεννήθηκε στη Βαβυλώνα και ήταν ανάμεσα… … Dictionary of Greek
ευδοκία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η οσιομάρτυρας, η εκ Σαμαρειτών. Έζησε επί Τραϊανού και ήταν πόρνη. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη της τιμάται την 1η Μαρτίου. 2. Η μάρτυς. Καταγόταν από την Ανατολή και αιχμαλωτίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
σαμαρειτίζω — Μ [Σαμαρείτης] ακολουθώ τα δόγματα τών Σαμαρειτών … Dictionary of Greek
σαμαρειτικός — ή, ό / σαμαρειτικός, ή, όν, ΝΑ [Σαμαρείτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαμάρεια ή στους Σαμαρείτες 2. φρ. «Σαμαρειτική Πεντάτευχος» το χωρίς φωνήεντα κείμενο τής εβραϊκής Πεντατεύχου σε σαμαρειτική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek
σαμαρειτισμός — ὁ, Μ [σαμαρειτίζω] το να ακολουθεί κανείς τα δόγματα και τη λατρεία τών Σαμαρειτών … Dictionary of Greek
Δοσιθεανοί — Χριστιανοί αιρετικοί γνωστοί και ως Δοσίθεοι ή Δοσθηνοί. Ονομάστηκαν έτσι από τον αρχηγό τους Δοσίθεο ή Δόσθο και αποτελούσαν μία από τις τέσσερις αιρέσεις των Σαμαρειτών. Οι Δ. τηρούσαν την αργία του Σαββάτου, εφάρμοζαν την περιτομή και νήστευαν … Dictionary of Greek
Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… … Dictionary of Greek